κειμενικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κειμενικός < κείμενο + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική textuel)
Επίθετο
επεξεργασία
κειμενικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το κείμενο ή αναφέρεται σ' αυτό
- (πληροφορική) textual: που έχει σχέση με αρχείο κειμένου, που μπορεί να αναγνωσθεί από άνθρωπο, σε αντίθεση με το δυαδικό αρχείο