textuel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | textuel | textuels |
θηλυκό | textuelle | textuelles |
Επίθετο επεξεργασία
textuel (fr)
- σχετικός με ένα κείμενο, κειμενικός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | textuel | textuels |
θηλυκό | textuelle | textuelles |
textuel (fr)