συγκείμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκείμενος < αρχαία ελληνική συγκείμενος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σύγκειμαι < σύν + κεῖμαι
Μετοχή επεξεργασία
συγκείμενος
- (λόγιο) που αποτελείται από διάφορα μέρη
- που ενυπάρχει μαζί με άλλα συστατικά (συνήθως ως συγκείμενος αναφέρεται ο δευτερεύουσας σημασίας, όμως όλα τα συστατικά συνυπάρχουν-συγκείνται)
Συγγενικά επεξεργασία
- συγκείμενο
- → δείτε τις λέξεις σύγκειμαι και κείμαι
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκείμενος
|