↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκείμενος η συγκείμενη το συγκείμενο
      γενική του συγκείμενου της συγκείμενης του συγκείμενου
    αιτιατική τον συγκείμενο τη συγκείμενη το συγκείμενο
     κλητική συγκείμενε συγκείμενη συγκείμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκείμενοι οι συγκείμενες τα συγκείμενα
      γενική των συγκείμενων των συγκείμενων των συγκείμενων
    αιτιατική τους συγκείμενους τις συγκείμενες τα συγκείμενα
     κλητική συγκείμενοι συγκείμενες συγκείμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκείμενος < αρχαία ελληνική συγκείμενος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σύγκειμαι < σύν + κεῖμαι

συγκείμενος

  1. (λόγιο) που αποτελείται από διάφορα μέρη
  2. που ενυπάρχει μαζί με άλλα συστατικά (συνήθως ως συγκείμενος αναφέρεται ο δευτερεύουσας σημασίας, όμως όλα τα συστατικά συνυπάρχουν-συγκείνται)

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία