αναδιατυπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααναδιατυπώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- αναδιατύπωση
- → δείτε τις λέξεις διατυπώνω και τύπος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναδιατυπώνω | αναδιατύπωνα | θα αναδιατυπώνω | να αναδιατυπώνω | αναδιατυπώνοντας | |
β' ενικ. | αναδιατυπώνεις | αναδιατύπωνες | θα αναδιατυπώνεις | να αναδιατυπώνεις | αναδιατύπωνε | |
γ' ενικ. | αναδιατυπώνει | αναδιατύπωνε | θα αναδιατυπώνει | να αναδιατυπώνει | ||
α' πληθ. | αναδιατυπώνουμε | αναδιατυπώναμε | θα αναδιατυπώνουμε | να αναδιατυπώνουμε | ||
β' πληθ. | αναδιατυπώνετε | αναδιατυπώνατε | θα αναδιατυπώνετε | να αναδιατυπώνετε | αναδιατυπώνετε | |
γ' πληθ. | αναδιατυπώνουν(ε) | αναδιατύπωναν αναδιατυπώναν(ε) |
θα αναδιατυπώνουν(ε) | να αναδιατυπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναδιατύπωσα | θα αναδιατυπώσω | να αναδιατυπώσω | αναδιατυπώσει | ||
β' ενικ. | αναδιατύπωσες | θα αναδιατυπώσεις | να αναδιατυπώσεις | αναδιατύπωσε | ||
γ' ενικ. | αναδιατύπωσε | θα αναδιατυπώσει | να αναδιατυπώσει | |||
α' πληθ. | αναδιατυπώσαμε | θα αναδιατυπώσουμε | να αναδιατυπώσουμε | |||
β' πληθ. | αναδιατυπώσατε | θα αναδιατυπώσετε | να αναδιατυπώσετε | αναδιατυπώστε | ||
γ' πληθ. | αναδιατύπωσαν αναδιατυπώσαν(ε) |
θα αναδιατυπώσουν(ε) | να αναδιατυπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναδιατυπώσει | είχα αναδιατυπώσει | θα έχω αναδιατυπώσει | να έχω αναδιατυπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναδιατυπώσει | είχες αναδιατυπώσει | θα έχεις αναδιατυπώσει | να έχεις αναδιατυπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναδιατυπώσει | είχε αναδιατυπώσει | θα έχει αναδιατυπώσει | να έχει αναδιατυπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναδιατυπώσει | είχαμε αναδιατυπώσει | θα έχουμε αναδιατυπώσει | να έχουμε αναδιατυπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναδιατυπώσει | είχατε αναδιατυπώσει | θα έχετε αναδιατυπώσει | να έχετε αναδιατυπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναδιατυπώσει | είχαν αναδιατυπώσει | θα έχουν αναδιατυπώσει | να έχουν αναδιατυπώσει |
|