Δείτε επίσης: rephrasé
ενεστώτας rephrase
γ΄ ενικό ενεστώτα rephrases
αόριστος rephrased
παθητική μετοχή rephrased
ενεργητική μετοχή rephrasing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
rephrase < re- + phrase. (μαρτυρείται από το 1872[1] ή το 1882[2])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌriːˈfreɪz/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: re‐phrase

rephrase (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 rephrase - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. rephrase - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)