re-phrase
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | re-phrase |
γ΄ ενικό ενεστώτα | re-phrases |
αόριστος | re-phrased |
παθητική μετοχή | re-phrased |
ενεργητική μετοχή | re-phrasing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαre-phrase (en)
ενεστώτας | re-phrase |
γ΄ ενικό ενεστώτα | re-phrases |
αόριστος | re-phrased |
παθητική μετοχή | re-phrased |
ενεργητική μετοχή | re-phrasing |
re-phrase (en)