ενεστώτας re-phrase
γ΄ ενικό ενεστώτα re-phrases
αόριστος re-phrased
παθητική μετοχή re-phrased
ενεργητική μετοχή re-phrasing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
re-phrase < re- + phrase. (μαρτυρείται από το 1872[1] ή το 1882[2])

re-phrase (en)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 rephrase - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. re-phrase - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)