σχηματοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σχηματοποίηση | οι | σχηματοποιήσεις |
γενική | της | σχηματοποίησης* | των | σχηματοποιήσεων |
αιτιατική | τη | σχηματοποίηση | τις | σχηματοποιήσεις |
κλητική | σχηματοποίηση | σχηματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σχηματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχηματοποίηση < σχηματοποιώ + -ση[1] < ελληνιστική κοινή σχηματοποιέω / σχηματοποιῶ < αρχαία ελληνική σχημ͂α + ποιέω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική schématisation[2] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική schematization[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχηματοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σχηματοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχηματοποίηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σχηματοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 σχηματοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)