σχηματοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σχηματοποίηση | οι | σχηματοποιήσεις |
γενική | της | σχηματοποίησης* | των | σχηματοποιήσεων |
αιτιατική | τη | σχηματοποίηση | τις | σχηματοποιήσεις |
κλητική | σχηματοποίηση | σχηματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σχηματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σχηματοποίηση < σχηματοποιώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
σχηματοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σχηματοποίηση