τύπωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
τῠπωσῐ-, τῠπωσε- | |||||
ονομαστική | ἡ | τύπωσῐς | αἱ | τυπώσεις | |
γενική | τῆς | τυπώσεως | τῶν | τυπώσεων | |
δοτική | τῇ | τυπώσει | ταῖς | τυπώσεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | τύπωσῐν | τὰς | τυπώσεις | |
κλητική ὦ! | τύπωσῐ | τυπώσεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τυπώσει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | τυπωσέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατύπωσις, -εως θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τύπωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- τύπωσις σελ.7342 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)