↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρασκευαστήριο τα παρασκευαστήρια
      γενική του παρασκευαστήριου
παρασκευαστηρίου
των παρασκευαστήριων
παρασκευαστηρίων
    αιτιατική το παρασκευαστήριο τα παρασκευαστήρια
     κλητική παρασκευαστήριο παρασκευαστήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρασκευαστήριο < παρασκευάζω, παρασκευασ- + -τήριο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.sce.vaˈsti.ɾi.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρασκευαστήριο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία