• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μαγειρειό

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις
    • 1.4 Πηγές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγειρειό τα μαγειρειά
      γενική του μαγειρειού των μαγειρειών
    αιτιατική το μαγειρειό τα μαγειρειά
     κλητική μαγειρειό μαγειρειά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

μαγειρειό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαγειρειόν < ελληνιστική κοινή μαγειρεῖον

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.ʝiɾˈʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γει‐ριό

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγειρειό ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) το μαγειρείο
    άλλες μορφές: μαγερειό

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μαγειρειό

→ δείτε τη λέξη μαγειρείο

Πηγές

επεξεργασία
  • μαγειρειό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μαγειρειό&oldid=5311192"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Οκτωβρίου 2021, στις 01:57

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Οκτωβρίου 2021, στις 01:57.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας