μαγειρευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
μαγειρευμένος, -η, -ο
- < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μαγειρεύω → δείτε τη λέξη μαγειρεμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαγειρευμένος
→ δείτε τη λέξη μαγειρεμένος |
Πηγές
επεξεργασία
- μαγειρευμένος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)