fry
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fries |
αόριστος | fried |
παθητική μετοχή | fried |
ενεργητική μετοχή | frying |
Ρήμα
επεξεργασίαfry (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τηγανίζω, το τηγάνισμα
- ⮡ I am frying meatballs.
- Τηγανίζω κεφτέδες.
- ⮡ The eggs don’t need any more frying.
- Τα αυγά δε θέλουν άλλο τηγάνισμα.
- ⮡ I am frying meatballs.