κακοψημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.κo.psiˈme.nos/
Μετοχή
επεξεργασίακακοψημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοψήνω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κακοψημένος
κακοψημένος, -η, -ο