κακοψήνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.koˈpsi.no/
Ρήμα
επεξεργασίακακοψήνω (παθητική φωνή: κακοψήνομαι)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μεσαιωνική ελληνική: κακόψητος
- → δείτε τις λέξεις κακός και ψήνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κακοψήνω | κακοέψηνα | θα κακοψήνω | να κακοψήνω | κακοψήνοντας | |
β' ενικ. | κακοψήνεις | κακοέψηνες | θα κακοψήνεις | να κακοψήνεις | κακόψηνε | |
γ' ενικ. | κακοψήνει | κακοέψηνε | θα κακοψήνει | να κακοψήνει | ||
α' πληθ. | κακοψήνουμε | κακοψήναμε | θα κακοψήνουμε | να κακοψήνουμε | ||
β' πληθ. | κακοψήνετε | κακοψήνατε | θα κακοψήνετε | να κακοψήνετε | κακοψήνετε | |
γ' πληθ. | κακοψήνουν(ε) | κακοέψηναν κακοψήναν(ε) |
θα κακοψήνουν(ε) | να κακοψήνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κακοέψησα | θα κακοψήσω | να κακοψήσω | κακοψήσει | ||
β' ενικ. | κακοέψησες | θα κακοψήσεις | να κακοψήσεις | κακόψησε | ||
γ' ενικ. | κακοέψησε | θα κακοψήσει | να κακοψήσει | |||
α' πληθ. | κακοψήσαμε | θα κακοψήσουμε | να κακοψήσουμε | |||
β' πληθ. | κακοψήσατε | θα κακοψήσετε | να κακοψήσετε | κακοψήστε | ||
γ' πληθ. | κακοέψησαν κακοψήσαν(ε) |
θα κακοψήσουν(ε) | να κακοψήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κακοψήσει | είχα κακοψήσει | θα έχω κακοψήσει | να έχω κακοψήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κακοψήσει | είχες κακοψήσει | θα έχεις κακοψήσει | να έχεις κακοψήσει | έχε κακοψημένο | |
γ' ενικ. | έχει κακοψήσει | είχε κακοψήσει | θα έχει κακοψήσει | να έχει κακοψήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κακοψήσει | είχαμε κακοψήσει | θα έχουμε κακοψήσει | να έχουμε κακοψήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κακοψήσει | είχατε κακοψήσει | θα έχετε κακοψήσει | να έχετε κακοψήσει | έχετε κακοψημένο | |
γ' πληθ. | έχουν κακοψήσει | είχαν κακοψήσει | θα έχουν κακοψήσει | να έχουν κακοψήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κακοψημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κακοψημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κακοψημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κακοψημένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοψήνω
|