καλοψήνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλοψήνω < μεσαιωνική ελληνική καλοψήνω < καλά + -ο- + ψήνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.loˈpsi.no/
Ρήμα
επεξεργασίακαλοψήνω (παθητική φωνή: καλοψήνομαι)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλοψήνω | καλοέψηνα | θα καλοψήνω | να καλοψήνω | καλοψήνοντας | |
β' ενικ. | καλοψήνεις | καλοέψηνες | θα καλοψήνεις | να καλοψήνεις | καλόψηνε | |
γ' ενικ. | καλοψήνει | καλοέψηνε | θα καλοψήνει | να καλοψήνει | ||
α' πληθ. | καλοψήνουμε | καλοψήναμε | θα καλοψήνουμε | να καλοψήνουμε | ||
β' πληθ. | καλοψήνετε | καλοψήνατε | θα καλοψήνετε | να καλοψήνετε | καλοψήνετε | |
γ' πληθ. | καλοψήνουν(ε) | καλοέψηναν καλοψήναν(ε) |
θα καλοψήνουν(ε) | να καλοψήνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλοέψησα | θα καλοψήσω | να καλοψήσω | καλοψήσει | ||
β' ενικ. | καλοέψησες | θα καλοψήσεις | να καλοψήσεις | καλόψησε | ||
γ' ενικ. | καλοέψησε | θα καλοψήσει | να καλοψήσει | |||
α' πληθ. | καλοψήσαμε | θα καλοψήσουμε | να καλοψήσουμε | |||
β' πληθ. | καλοψήσατε | θα καλοψήσετε | να καλοψήσετε | καλοψήστε | ||
γ' πληθ. | καλοέψησαν καλοψήσαν(ε) |
θα καλοψήσουν(ε) | να καλοψήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλοψήσει | είχα καλοψήσει | θα έχω καλοψήσει | να έχω καλοψήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλοψήσει | είχες καλοψήσει | θα έχεις καλοψήσει | να έχεις καλοψήσει | έχε καλοψημένο | |
γ' ενικ. | έχει καλοψήσει | είχε καλοψήσει | θα έχει καλοψήσει | να έχει καλοψήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλοψήσει | είχαμε καλοψήσει | θα έχουμε καλοψήσει | να έχουμε καλοψήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλοψήσει | είχατε καλοψήσει | θα έχετε καλοψήσει | να έχετε καλοψήσει | έχετε καλοψημένο | |
γ' πληθ. | έχουν καλοψήσει | είχαν καλοψήσει | θα έχουν καλοψήσει | να έχουν καλοψήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καλοψημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καλοψημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καλοψημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καλοψημένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοψήνω
|