cooking
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcooking (en)
- η μαγειρική, το μαγείρεμα, η ενέργεια του μαγειρεύω
- ⮡ She is famous for her cooking.
- Φημίζεται για τη μαγειρική της.
- ⮡ He studies at a cooking school.
- Σπουδάζει σε σχολή μαγειρικής.
- ⮡ Greek cooking methods - ελληνικές μέθοδοι μαγειρικής
- ⮡ All day washing, cooking, ironing; where is the free time left for her!
- Όλη τη μέρα πλύσιμο, μαγείρεμα, σιδέρωμα· πού να της μείνει ελεύθερος χρόνος!
- ⮡ She is famous for her cooking.
- η μαγειρική, φαγητό που έχει μαγειρευτεί με συγκεκριμένο τρόπο
- ⮡ We had delicious Greek cooking.
- Είχαμε νόστιμη ελληνική μαγειρική.
- ⮡ We had delicious Greek cooking.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαcooking (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του cook