cookbook
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cookbook | cookbooks |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcookbook (en)
- ο τσελεμεντές, βιβλίο μαγειρικής
- ⮡ I am a beginner and I have the cookbook open in front of me.
- Είμαι αρχάρια και έχω τη μαγειρική ανοιχτή μπροστά μου.
- ⮡ I am a beginner and I have the cookbook open in front of me.