book
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
book | books |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
book (en)
Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | book |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | books |
αόριστος | booked |
παθητική μετοχή | booked |
ενεργητική μετοχή | booking |
book (en)
- κάνω κράτηση π.χ. σε εστιατόριο
- I booked a table at the restaurant