Δείτε επίσης: Τσελεμεντές
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσελεμεντές οι τσελεμεντέδες
      γενική του τσελεμεντέ των τσελεμεντέδων
    αιτιατική τον τσελεμεντέ τους τσελεμεντέδες
     κλητική τσελεμεντέ τσελεμεντέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσελεμεντές < επώνυμο Τσελεμεντές, από το βιβλίο συνταγών του σεφ Νίκου Τσελεμεντέ που πρωτοεκδόθηκε το 1910

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσελεμεντές αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία