τσελεμεντές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσελεμεντές < επώνυμο Τσελεμεντές, από το βιβλίο συνταγών του σεφ Νίκου Τσελεμεντέ που πρωτοεκδόθηκε το 1910
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσελεμεντές αρσενικό
- (γαστρονομία) βιβλίο με συνταγές μαγειρικής ή/και ζαχαροπλαστικής
- ※ […] κι έτριβαν οι παλαιοπόλες τα χέρια τους, εκεί να δεις, τα σπάνια και τα μοναδικά στον ίδιο σωρό με τους καζαμίες και τους τσελεμεντέδες (από το διήγημα «Το βλέμμα του παιδιού» της Μάρως Δούκα, από τη συλλογή Γιατί εμένα η ψυχή μου (Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2012, ISBN 978-960-16-4499-8)· πρόσβαση: 2020-02-02)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσελεμεντές