Τσελεμεντές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τσελεμεντές < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡se.le.menˈdes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσε‐λε‐με‐ντές
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τσελεμεντές αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τσελεμεντές (ως ουσιαστικό)
- Νίκος Τσελεμεντές στη Βικιπαίδεια , σεφ