Τσελεμεντέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τσελεμεντέ < γενική ενικού του αρσενικού Τσελεμεντές
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡se.le.menˈde/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσε‐λε‐με‐ντέ
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τσελεμεντέ θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Τσελεμεντέ θηλυκό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Τσελεμεντές