παραθετικά
θετικός grilled
συγκριτικός more grilled
υπερθετικός most grilled

  Επίθετο

επεξεργασία

grilled (en)

  • (γαστρονομία) στη σχάρα, της σχάρας, ψημένος, που τον έχουν ψήσει στη σχάρα
    ⮡  grilled pork chop - μπριζόλα χοιρινή στη σχάρα
    ⮡  grilled lamb chops - παγιδάκια αρνίσια στη σχάρα
    ⮡  grilled chicken fillet served with rice and vegetables - φιλέτο κοτόπουλο σχάρας σερβίρεται με ρύζι και λαχανικά
    ⮡  grilled steaks/potatoes - ψημένες μπριζόλες/πατάτες