Δείτε επίσης: ορατός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὁρατός ὁρατή τὸ ὁρατόν
      γενική τοῦ ὁρατοῦ τῆς ὁρατῆς τοῦ ὁρατοῦ
      δοτική τῷ ὁρατ τῇ ὁρατ τῷ ὁρατ
    αιτιατική τὸν ὁρατόν τὴν ὁρατήν τὸ ὁρατόν
     κλητική ! ὁρατέ ὁρατή ὁρατόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὁρατοί αἱ ὁραταί τὰ ὁρατᾰ́
      γενική τῶν ὁρατῶν τῶν ὁρατῶν τῶν ὁρατῶν
      δοτική τοῖς ὁρατοῖς ταῖς ὁραταῖς τοῖς ὁρατοῖς
    αιτιατική τοὺς ὁρατούς τὰς ὁρατᾱ́ς τὰ ὁρατᾰ́
     κλητική ! ὁρατοί ὁραταί ὁρατᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὁρατώ τὼ ὁρατᾱ́ τὼ ὁρατώ
      γεν-δοτ τοῖν ὁρατοῖν τοῖν ὁραταῖν τοῖν ὁρατοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὁρατός < ὁράω / ὁρῶ + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

ὁρατός, -ή, -όν

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία