Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀόρατος < ἀ- + ὁρατός

  Επίθετο επεξεργασία

ἀόρᾱτος, -ον

  1. αόρατος
    Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. (Χριστιανικό Σύμβολο της Πίστεως)