αόρατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αόρατος | η | αόρατη | το | αόρατο |
γενική | του | αόρατου | της | αόρατης | του | αόρατου |
αιτιατική | τον | αόρατο | την | αόρατη | το | αόρατο |
κλητική | αόρατε | αόρατη | αόρατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αόρατοι | οι | αόρατες | τα | αόρατα |
γενική | των | αόρατων | των | αόρατων | των | αόρατων |
αιτιατική | τους | αόρατους | τις | αόρατες | τα | αόρατα |
κλητική | αόρατοι | αόρατες | αόρατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αόρατος < αρχαία ελληνική ἀόρατος < ἀ- στερητικό + ὁρατός
Επίθετο
επεξεργασίααόρατος, -η, -ο
- που δεν είναι ορατός, που είναι αδύνατον να τον δεις