Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλύποπτος η φιλύποπτη το φιλύποπτο
      γενική του φιλύποπτου της φιλύποπτης του φιλύποπτου
    αιτιατική τον φιλύποπτο τη φιλύποπτη το φιλύποπτο
     κλητική φιλύποπτε φιλύποπτη φιλύποπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλύποπτοι οι φιλύποπτες τα φιλύποπτα
      γενική των φιλύποπτων των φιλύποπτων των φιλύποπτων
    αιτιατική τους φιλύποπτους τις φιλύποπτες τα φιλύποπτα
     κλητική φιλύποπτοι φιλύποπτες φιλύποπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλύποπτος < φίλος + -ο- + ύποπτος

  Επίθετο επεξεργασία

φιλύποπτος

  • που υποψιάζεται τους πάντες και τα πάντα, που αναζητεί πάντα κάποιο απώτερο στόχο ή κρυφό κίνητρο στις ενέργειες ή στις δηλώσεις των άλλων ανθρώπων

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία