ὑπόνοια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑπόνοιᾰ | αἱ | ὑπόνοιαι |
γενική | τῆς | ὑπονοίᾱς | τῶν | ὑπονοιῶν |
δοτική | τῇ | ὑπονοίᾳ | ταῖς | ὑπονοίαις |
αιτιατική | τὴν | ὑπόνοιᾰν | τὰς | ὑπονοίᾱς |
κλητική ὦ! | ὑπόνοιᾰ | ὑπόνοιαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπονοίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπονοίαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὑπόνοια, -ας θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑπόνοια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπόνοια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.