ενικός         πληθυντικός  
suspicion suspicions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

suspicion (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η υπόνοια, η υποψία, μια αντίληψη ότι κάποιος έχει κάνει κάτι λάθος, παράνομο ή ανέντιμο, παρόλο που δεν έχω αποδείξεις
    ⮡  I am above suspicion.
    Είμαι ανώτερος υπόνοιας.
    ⮡  He was cleared of all suspicion.
    Απαλλάγη της πάσης υποψίας.
  2. η υπόνοια, η υποψία, μια αντίληψη ή πεποίθηση ότι κάτι είναι αλήθεια, παρόλο που δεν έχω αποδείξεις
    ⮡  I have a suspicion that…
    Έχω μια υπόνοια/υποψία ότι…
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η υπόνοια, η υποψία, η αντίληψη ότι δεν μπορώ να εμπιστευτώ κάποιον ή κάτι
    ⮡  It aroused suspicion.
    Προκάλεσε υπόνοιες.
    ⮡  I had some suspicions about his honesty.
    Είχα κάποιες υποψίες για την τιμότητά του.

Εκφράσεις

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
suspicion suspicions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

suspicion (fr) θηλυκό

  1. η υπόνοια
  2. η υποψία

Συγγενικά

επεξεργασία