suspicion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
suspicion | suspicions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsuspicion (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η υπόνοια, η υποψία, μια αντίληψη ότι κάποιος έχει κάνει κάτι λάθος, παράνομο ή ανέντιμο, παρόλο που δεν έχω αποδείξεις
- ⮡ I am above suspicion.
- Είμαι ανώτερος υπόνοιας.
- ⮡ He was cleared of all suspicion.
- Απαλλάγη της πάσης υποψίας.
- ⮡ I am above suspicion.
- η υπόνοια, η υποψία, μια αντίληψη ή πεποίθηση ότι κάτι είναι αλήθεια, παρόλο που δεν έχω αποδείξεις
- ⮡ I have a suspicion that…
- Έχω μια υπόνοια/υποψία ότι…
- ⮡ I have a suspicion that…
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η υπόνοια, η υποψία, η αντίληψη ότι δεν μπορώ να εμπιστευτώ κάποιον ή κάτι
- ⮡ It aroused suspicion.
- Προκάλεσε υπόνοιες.
- ⮡ I had some suspicions about his honesty.
- Είχα κάποιες υποψίες για την τιμότητά του.
- ⮡ It aroused suspicion.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
suspicion | suspicions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsuspicion (fr) θηλυκό