Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυλλιάζω < ψύλλ(ος) + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ψυλλιάζω (παθητική φωνή: ψυλλιάζομαι)

  1. (μεταβατικό) μεταδίδω ψύλλους που έχω σε κάποιον άλλο
  2. (αμετάβατο) αποκτώ ψύλλους, γεμίζω με ψύλλους
  3. (μέση διάθεση λαϊκότροπο, προφορικό) ψυλλιάζομαι: υποπτεύομαι, υποψιάζομαι
     αντώνυμα: μασάω, χάφτω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία