Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κακοσμία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κακοσμί
α
οι
κακοσμί
ες
γενική
της
κακοσμί
ας
των
κακοσμι
ών
αιτιατική
την
κακοσμί
α
τις
κακοσμί
ες
κλητική
κακοσμί
α
κακοσμί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κακοσμία
< από το
κακός
+
οσμή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κακοσμία
θηλυκό
δυσάρεστη
οσμή
η τερηδόνα προκαλεί και
κακοσμία
του στόματος.
Συνώνυμα
επεξεργασία
βρόμα
δυσοσμία
δυσωδία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κακοσμία
αγγλικά
:
malodor
(en)
γαλλικά
:
mauvaise odeur
(fr)
ιταλικά
:
lezzo
(it)