ενικός         πληθυντικός  
scent scents

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

scent (en)

  1. η μυρωδιά, η οσμή
    ⮡  the scent of burning wood - η μυρωδιά του καιόμενου ξύλου
    ⮡  a pleasing/unpleasant scent - ευχάριστη/δυσάρεστη οσμή
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη smell
  2. η όσφρηση
    ⮡  Our dog has a poor scent.
    Ο σκύλος μας δεν έχει καλή όσρφηση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη smell
  3. (κοσμετολογία) το άρωμα, παρασκεύασμα με ευχάριστη μυρωδιά που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό
    ⮡  a bottle of scent - ένα μπουκαλάκι με άρωμα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη perfume
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 129, 635. ISBN 9780194325684. , λήμμα: άρωμα, όσφρηση