εμπλουτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεμπλουτίζω
- αυξάνω την περιεκτικότητα σε κάτι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εμπλουτίζω | εμπλούτιζα | θα εμπλουτίζω | να εμπλουτίζω | εμπλουτίζοντας | |
β' ενικ. | εμπλουτίζεις | εμπλούτιζες | θα εμπλουτίζεις | να εμπλουτίζεις | εμπλούτιζε | |
γ' ενικ. | εμπλουτίζει | εμπλούτιζε | θα εμπλουτίζει | να εμπλουτίζει | ||
α' πληθ. | εμπλουτίζουμε | εμπλουτίζαμε | θα εμπλουτίζουμε | να εμπλουτίζουμε | ||
β' πληθ. | εμπλουτίζετε | εμπλουτίζατε | θα εμπλουτίζετε | να εμπλουτίζετε | εμπλουτίζετε | |
γ' πληθ. | εμπλουτίζουν(ε) | εμπλούτιζαν εμπλουτίζαν(ε) |
θα εμπλουτίζουν(ε) | να εμπλουτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εμπλούτισα | θα εμπλουτίσω | να εμπλουτίσω | εμπλουτίσει | ||
β' ενικ. | εμπλούτισες | θα εμπλουτίσεις | να εμπλουτίσεις | εμπλούτισε | ||
γ' ενικ. | εμπλούτισε | θα εμπλουτίσει | να εμπλουτίσει | |||
α' πληθ. | εμπλουτίσαμε | θα εμπλουτίσουμε | να εμπλουτίσουμε | |||
β' πληθ. | εμπλουτίσατε | θα εμπλουτίσετε | να εμπλουτίσετε | εμπλουτίστε | ||
γ' πληθ. | εμπλούτισαν εμπλουτίσαν(ε) |
θα εμπλουτίσουν(ε) | να εμπλουτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εμπλουτίσει | είχα εμπλουτίσει | θα έχω εμπλουτίσει | να έχω εμπλουτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εμπλουτίσει | είχες εμπλουτίσει | θα έχεις εμπλουτίσει | να έχεις εμπλουτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εμπλουτίσει | είχε εμπλουτίσει | θα έχει εμπλουτίσει | να έχει εμπλουτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εμπλουτίσει | είχαμε εμπλουτίσει | θα έχουμε εμπλουτίσει | να έχουμε εμπλουτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εμπλουτίσει | είχατε εμπλουτίσει | θα έχετε εμπλουτίσει | να έχετε εμπλουτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εμπλουτίσει | είχαν εμπλουτίσει | θα έχουν εμπλουτίσει | να έχουν εμπλουτίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμπλουτίζω