ουράνιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ουράνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική uranium < αρχαία ελληνική Οὐρανός (ο πλανήτης)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ουράνιο | τα | ουράνια |
γενική | του | ουρανίου & ουράνιου |
των | ουρανίων & ουράνιων |
αιτιατική | το | ουράνιο | τα | ουράνια |
κλητική | ουράνιο | ουράνια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ουράνιο ουδέτερο
- (χημεία) χημικό στοιχείο, που ανήκει στις ακτινίδες, με ατομικό αριθμό 92 και χημικό σύμβολο το U, βαρύ, αργυρόλευκο, με μεταλλική λάμψη, τοξικό και ραδιενεργό που ισότοπά του χρησιμοποιούνται σε πυρηνικούς αντιδραστήρες και σε πυρηνικά όπλα.
Επεξεργασία
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
- απεμπλουτισμένο ουράνιο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ουράνιο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ουράνιο