Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ουρανίου ουδέτερο

  1. (λόγιο) γενική ενικού του ουράνιο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ουρανίου (λόγιο)

  1. (αρσενικό) γενική ενικού του ουράνιος
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους του ουράνιος