πρωτακτίνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωτακτίνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική protactinium < protoactinium < αρχαία ελληνική πρῶτος + ἀκτίς (δηλαδή προηγείται του ακτινίου, επειδή το ακτίνιο είναι προϊόν της διάσπασης του πρωτακτινίου)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτακτίνιο ουδέτερο στον ενικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρωτακτίνιο | τα | πρωτακτίνια |
γενική | του | πρωτακτινίου & πρωτακτίνιου |
των | πρωτακτινίων |
αιτιατική | το | πρωτακτίνιο | τα | πρωτακτίνια |
κλητική | πρωτακτίνιο | πρωτακτίνια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- (χημεία) ραδιενεργό, μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις ακτινίδες, με ατομικό αριθμό 91 και χημικό σύμβολο το Pa, που ανακαλύφθηκε το 1917
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρωτακτίνιο