ακτινίδες
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακτινίδα | οι | ακτινίδες |
γενική | της | ακτινίδας | των | ακτινίδων |
αιτιατική | την | ακτινίδα | τις | ακτινίδες |
κλητική | ακτινίδα | ακτινίδες | ||
Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ακτινίδες (όρος χημείας, βοτανικής) < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀκτινίδες,[1] πληθυντικός αριθμός του ἀκτινίς < ἀκτίν(ιον) + -ίς (κοινή: -ίδα), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική actinide, actinoidoid actinium (ακτίνιο) το πρώτο στοιχείο της ομάδας + -ίδες
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακτινίδες θηλυκό στον πληθυντικό
- (χημεία) η ομάδα του ακτίνιου, σειρά 15 χημικών στοιχείων με ατομικούς αριθμούς από 89 έως 103
- ※ Το πρόγραμμα βασικής έρευνας όσον αφορά τις ακτινίδες […]
- (Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2011, ανάκτηση 26/7/2021, europarl.europa.eu)
- ※ Με εξαίρεση τις ακτινίδες, τα περισσότερα μέταλλα κρυσταλλώνονται σε ένα από τα παρακάτω κρυσταλλικά συστήματα
- Σ. Λιοδάκης, 2015, σελ. 207 pdf@kallipos)
- ※ Το πρόγραμμα βασικής έρευνας όσον αφορά τις ακτινίδες […]
- (βοτανική) ονομασία γένους φυτών [2] → χρειάζεται παράθεμα
Κατάλογος ακτινίδων
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ακτινίδης | οι | ακτινίδες |
γενική | του | ακτινίδη | των | ακτινιδών |
αιτιατική | τον | ακτινίδη | τους | ακτινίδες |
κλητική | ακτινίδη | ακτινίδες | ||
Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ακτινίδες (όρος ζωολογίας) < (καθαρεύουσα) ἀκτινίδαι πληθυντικός αριθμός του ακτινίδης, μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική actinides • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακτινίδες αρσενικό στον πληθυντικό
- (ζωολογία) πληθυντικός του ακτινίδης, ταξινομικό επίθετο είδους, όπως το Polyommatus actinides
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Σε παλιά κείμενα, συχνά γραμμένο με κατάληξη -ίδαι κατά τα πρωτόκλιτα σε -ίδης της ζωολογίας, όπως στο Κεφάλαιο 16 του: Γενική Χημεία - ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΓΕΝΙΔΟΥ, 1954, pdf
- ↑ «ἀκτινίς» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
ΣτΕ: πιθανόν παρωχημένος όρος (το λεξικό γράφτηκε πριν το 1960).