-ίδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ί‐δης
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -ίδης | οι | -ίδηδες |
γενική | του | -ίδη* | των | -ίδηδων |
αιτιατική | τον | -ίδη | τους | -ίδηδες |
κλητική | -ίδη | -ίδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού -ίδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- -ίδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ίδης (πατρωνυμικό)
Επίθημα
επεξεργασία-ίδης αρσενικό (θηλυκό γενική ενικού -ίδη ή -ίδου)
Σημειώσεις
επεξεργασία- συνηθίζεται σε ποντιακά επώνυμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίααλλόγλωσσα επώνυμα ελληνικής προέλευσης:
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -ίδης | οι | -ίδες |
γενική | του | -ίδη | των | -ιδών |
αιτιατική | τον | -ίδη | τους | -ίδες |
κλητική | -ίδη | -ίδες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- -ίδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ίδης για επιστημονικούς όρους, λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική -ides κατά τα αρχαία ελληνικά -ίδης.
Επίθημα
επεξεργασία-ίδης αρσενικό
- επίθημα επιστημονικών όρων που δηλώνει ένα μέλος που ανήκει σε ομάδα, οικογένεια ή βαθμίδα ιεραρχικής κλίμακας
- (αστρονομία) → δείτε τον πληθυντικό -ίδες: που ανήκει σε ομάδα αστέρων, διαττόντων αστέρων
- ⮡ βλέπουμε έναν Λεοντίδη σε μεγέθυνση φωτογραφίας με βροχή Λεοντιδών
- (ταξινομία) → δείτε τον πληθυντικό -ίδες: δηλώνει μέλος οικογένειας στη βοτανική, στη ζωολογία
- → δείτε Ταξινομικοί όροι - οικογένειες
- (χημεία) όροι στον πληθυντικό -ίδες
- όπως λανθανίδες
- (αστρονομία) → δείτε τον πληθυντικό -ίδες: που ανήκει σε ομάδα αστέρων, διαττόντων αστέρων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- -ίδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- §462,α - Μανόλης Τριανταφυλλίδης (2018) Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1941, με διορθώσεις και επίμετρο - γραφή πολυτονική), σελ. 204.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | -ίδης | οἱ | -ίδαι |
γενική | τοῦ | -ίδου | τῶν | -ιδῶν |
δοτική | τῷ | -ίδῃ | τοῖς | -ίδαις |
αιτιατική | τὸν | -ίδην | τοὺς | -ίδᾱς |
κλητική ὦ! | -ίδη | -ίδαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ίδᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -ίδαιν | ||
Πληθυντικός -ίδαι (βραχύ γιώτα) | ||||
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | -είδης | οἱ | -εῖδαι |
γενική | τοῦ | -είδου | τῶν | -ειδῶν |
δοτική | τῷ | -είδῃ | τοῖς | -είδαις |
αιτιατική | τὸν | -είδην | τοὺς | -είδᾱς |
κλητική ὦ! | -είδη | -εῖδαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -είδᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -είδαιν | ||
Πληθυντικός -εῖδαι (μακρά παραλήγουσα). | ||||
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Επίθημα
επεξεργασία-ίδης [ῐ] αρσενικό
- (πατρωνυμικό) κατάληξη πατρωνυμικών ουσιαστικών που δηλώνουν τον γιο αυτού που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίακαι
Σημειώσεις
επεξεργασία- και καθαρεύουσα, παλιές καταλήξεις πληθυντικού -ίδαι για Ταξινομικούς όρους, όρους της αστρονομίας, της χημείας