-ίδης αρσενικό (θηλυκό γενική ενικού -ίδη ή -ίδου)

Σημειώσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

-ίδης αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • -ίδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • §462,α - Μανόλης Τριανταφυλλίδης (2018) Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1941, με διορθώσεις και επίμετρο - γραφή πολυτονική), σελ. 204.



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -ίδης οἱ -ίδαι
      γενική τοῦ -ίδου τῶν -ιδῶν
      δοτική τῷ -ίδ τοῖς -ίδαις
    αιτιατική τὸν -ίδην τοὺς -ίδᾱς
     κλητική ! -ίδη -ίδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ίδ
γεν-δοτ τοῖν  -ίδαιν
Πληθυντικός -ίδαι (βραχύ γιώτα)
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -είδης οἱ -εῖδαι
      γενική τοῦ -είδου τῶν -ειδῶν
      δοτική τῷ -είδ τοῖς -είδαις
    αιτιατική τὸν -είδην τοὺς -είδᾱς
     κλητική ! -είδη -εῖδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -είδ
γεν-δοτ τοῖν  -είδαιν
Πληθυντικός -εῖδαι (μακρά παραλήγουσα).
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

-ίδης [] αρσενικό

  • (πατρωνυμικό) κατάληξη πατρωνυμικών ουσιαστικών που δηλώνουν τον γιο αυτού που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
    Κρόνος, θέμα Κρον- > Κρονίδης: γιος του Κρόνου, πληθυντικός οἱ Κρονίδαι
    Ἀτρεύς, θέμα Ἀτρε- > Ἀτρείδης: γιος του Ἀτρέως, πληθυντικός οἱ Ἀτρεῖδαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία