φέρμιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- φέρμιο < ονομασία προς τιμήν του Ιταλού φυσικού Ενρίκο Φέρμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
φέρμιο ουδέτερο
- (χημεία) χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 100 και χημικό σύμβολο Fm
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φέρμιο | τα | φέρμια |
γενική | του | φέρμιου & φερμίου |
των | φέρμιων & φερμίων |
αιτιατική | το | φέρμιο | τα | φέρμια |
κλητική | φέρμιο | φέρμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φέρμιο στη Βικιπαίδεια