αϊνσταΐνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- αϊνσταΐνιο < ονομασία προς τιμήν του γερμανού θεωρητικού φυσικού Άλμπερτ Αϊνστάιν
Ουσιαστικό
επεξεργασίααϊνσταΐνιο ουδέτερο
- (χημεία) χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 99 και χημικό σύμβολο το Es
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αϊνσταΐνιο | τα | αϊνσταΐνια |
γενική | του | αϊνσταΐνιου | των | αϊνσταΐνιων |
αιτιατική | το | αϊνσταΐνιο | τα | αϊνσταΐνια |
κλητική | αϊνσταΐνιο | αϊνσταΐνια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αϊνσταΐνιο