κιούριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- κιούριο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική curium < Marie Curie (Μαρία Κιουρί) και Pierre Curie (Πιέρ Κιουρί)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιούριο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό, μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις ακτινίδες, με ατομικό αριθμό 96 και χημικό σύμβολο το Cm
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιούριο | τα | κιούρια |
γενική | του | κιούριου & κιουρίου |
των | κιούριων & κιουρίων |
αιτιατική | το | κιούριο | τα | κιούρια |
κλητική | κιούριο | κιούρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κιούριο στη Βικιπαίδεια