καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀκτινίς αἱ ἀκτινίδες
      γενική τῆς ἀκτινίδος τῶν ἀκτινίδων
      δοτική τῇ ἀκτινίδι ταῖς ἀκτινίσι(ν)
    αιτιατική τὴν ἀκτινίδα τὰς ἀκτινίδας
     κλητική ! ἀκτινίς* ἀκτινίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
Συνήθως στον πληθυντικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκτινίς < → δείτε τις λέξεις ἀκτινίδες και ακτινίδες

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀκτινίς θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία