νομπέλιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νομπέλιο < νεολατινική nobelium < Άλφρεντ Νόμπελ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νομπέλιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό, μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις ακτινίδες, με ατομικό αριθμό 102 και χημικό σύμβολο το No
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νομπέλιο | ||
γενική | του | νομπελίου | ||
αιτιατική | το | νομπέλιο | ||
κλητική | νομπέλιο | |||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |