Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουρανικός η ουρανική το ουρανικό
      γενική του ουρανικού της ουρανικής του ουρανικού
    αιτιατική τον ουρανικό την ουρανική το ουρανικό
     κλητική ουρανικέ ουρανική ουρανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουρανικοί οι ουρανικές τα ουρανικά
      γενική των ουρανικών των ουρανικών των ουρανικών
    αιτιατική τους ουρανικούς τις ουρανικές τα ουρανικά
     κλητική ουρανικοί ουρανικές ουρανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ουρανικός < ουρανός + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική palatal)
  2. ουρανικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: uranic < αρχαία ελληνική οὐρανός
  3. ουρανικός < μεσαιωνική ελληνική οὐρανικός < αρχαία ελληνική οὐρανός

  Επίθετο επεξεργασία

ουρανικός, -ή, -ό

  1. (γλωσσολογία) (γραμματική) (φθόγγος) που σχηματίζεται όταν η γλώσσα ακουμπά στον ουρανίσκο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ουρανικά: (γραμματική) τα ουρανικά σύμφωνα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

ουρανικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

ουρανικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία