υπερωικός
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπερωικός < υπερώα, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vélaire
ΕπίθετοΕπεξεργασία
υπερωικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) (φθόγγος) που προφέρεται με το πίσω μέρος της γλώσσας σε επαφή με ή πολύ κοντά στην υπερώα