Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερωικός η υπερωική το υπερωικό
      γενική του υπερωικού της υπερωικής του υπερωικού
    αιτιατική τον υπερωικό την υπερωική το υπερωικό
     κλητική υπερωικέ υπερωική υπερωικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερωικοί οι υπερωικές τα υπερωικά
      γενική των υπερωικών των υπερωικών των υπερωικών
    αιτιατική τους υπερωικούς τις υπερωικές τα υπερωικά
     κλητική υπερωικοί υπερωικές υπερωικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερωικός < υπερώα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vélaire

  Επίθετο επεξεργασία

υπερωικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία