υπερώα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υπερώα < αρχαία ελληνική ὑπερῴα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπερώα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερώα
|
υπερώα θηλυκό
|