palatal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαpalatal (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | palatal | palataux |
θηλυκό | palatale | palatales |
palatal (fr)