palais
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
palais | palais |
palais (fr) αρσενικό
- επιβλητικό κτήριο
- το παλάτι, το ανάκτορο
- η παλαιότερη κατοικία κάποιου άρχοντα που έγινε δημόσιο κτήριο
- η αίθουσα ακρόασης της κατοικίας ενός βασιλιά ή άρχοντα
- (ανατομία)
- ο ουρανίσκος
- (κατ’ επέκταση) το όργανο της γεύσης