Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

palais < λατινική palatium

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.lɛ/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
palais palais

palais (fr) αρσενικό

  1. το παλάτι, το ανάκτορο
  2. η παλαιότερη κατοικία κάποιου άρχοντα που έγινε δημόσιο κτήριο
  3. η αίθουσα ακρόασης της κατοικίας ενός βασιλιά ή άρχοντα
  1. ο ουρανίσκος
  2. (κατʼ επέκταση) το όργανο της γεύσης

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία