Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
palais palais

palais (fr) αρσενικό

  1. το παλάτι, το ανάκτορο
  2. η παλαιότερη κατοικία κάποιου άρχοντα που έγινε δημόσιο κτήριο
  3. η αίθουσα ακρόασης της κατοικίας ενός βασιλιά ή άρχοντα
  1. ο ουρανίσκος
  2. (κατ’ επέκταση) το όργανο της γεύσης

Συγγενικά

επεξεργασία