ουρανισκόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ουρανισκόφωνος < ουρανίσκος + -ο- + φωνή + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική palatal)
Επίθετο
επεξεργασία
ουρανισκόφωνος
- (γραμματική) (παρωχημένο) άλλη μορφή του ουρανικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ουρανίσκος, ουρανός και φωνή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουρανισκόφωνος
|