amaigrir (fr)

  1. (μεταβατικό) λεπταίνω
  2. (στη γεωργία) εξαντλώ έναν αγρό με την εντατική καλλιέργεια

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη maigre