Ετυμολογία

επεξεργασία
amaigrissant < amaigrir

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό amaigrissant amaigrissants
θηλυκό amaigrissante amaigrissantes

amaigrissant (fr)

  1. που προκαλεί αδυνάτισμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
amaigrissant amaigrissants

amaigrissant (fr) αρσενικό

  1. φάρμακο που προκαλεί το αδυνάτισμα

Συγγενικά

επεξεργασία