amaigrissant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- amaigrissant < amaigrir
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amaigrissant | amaigrissants |
θηλυκό | amaigrissante | amaigrissantes |
amaigrissant (fr)
- που προκαλεί αδυνάτισμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
amaigrissant | amaigrissants |
amaigrissant (fr) αρσενικό
- φάρμακο που προκαλεί το αδυνάτισμα